- ὁμόφλεκτος
- ὁμό-φλεκτος, ον, = foreg., ib.42.493 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομόφλεκτος — ὁμόφλεκτος, ον (Α) ομοφλεγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ φλεκτος, ημί φλεκτος] … Dictionary of Greek
ὁμοφλέκτῳ — ὁμόφλεκτος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek